αλατοφύλακας

αλατοφύλακας
]-αξ (-ακος)] ο сторож солеварни, градирни или соляного склада

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αλατοφύλακας" в других словарях:

  • αλατοφύλακας — ο ο φύλακας τού αλατιού σε αλαταποθήκη ή αλυκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + φύλαξ ( ακας)] …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»